- ἀναπομπός
- ἀνα-πομπός, ὁ,A one that sends up or back, epith. of Hades, as sending up the shade of Darius, A.Pers.650.II distributor of bread to soldiers, POxy.1115.2 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναπομπός — one that sends up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπομπός — ο (Α) [ἀναπέμπω] (επίθ. τού Άδη) αυτός που στέλνει επάνω … Dictionary of Greek
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek